- θεουργικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στη θεουργία ή το θεουργό (βλ. λλ.), θαυματουργικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεουργικός — ή, ό (AM θεουργικός, ή, όν) [θεουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεουργό ή στη θεουργία. επίρρ... θεουργικώς (AM θεουργικῶς) 1. με θεουργικό τρόπο 2. με θαύματα … Dictionary of Greek
θεουργικά — θεουργικός of neut nom/voc/acc pl θεουργικά̱ , θεουργικός of fem nom/voc/acc dual θεουργικά̱ , θεουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικώτερον — θεουργικός of adverbial comp θεουργικός of masc acc comp sg θεουργικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικῶν — θεουργικός of fem gen pl θεουργικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικαῖς — θεουργικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικαί — θεουργικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικοῖς — θεουργικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικοί — θεουργικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικοῦ — θεουργικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεουργικωτάτῳ — θεουργικός of masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)